οινοπνευματοποιείο(ν)

οινοπνευματοποιείο(ν)
το спиртовой завод; винокуренный завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οινοπνευματοποιείο(ν)" в других словарях:

  • οινοπνευματοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπνευματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοπνευματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής οινοπνεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»